Η ΟΜΑΔΑ VLΛVES στη 2η ART THESSALONIKI
INTERNATIONAL CONTEMPORARY ART FAIR
ΔΕΘ HELEXPO Περίπτερο 38
23-26 Νοεμβρίου 2017
Με συμμετοχή της Φωτεινής Πούλια, ζωγράφου και δασκάλας του εργαστηρίου ζωγραφικής ΠΟΚΕΑΤΕΠ.
“Εndangered” II
Οι VLΛVES είναι μια ομάδα καλλιτεχνών με έδρα την Ελλάδα. Από το 2012 διερευνούν θέματα της σύχρονης ανθρώπινης δυσλειτουργίας σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα έργα τους εισάγουν ένα διάλογο με ιστορικούς τέχνης, συγγραφείς και ειδικούς που προσεγγίζουν το θέμα της δυσλειτουργίας μέσω της επαγγελματικής τους θεώρησης, όπως γιατρούς, δραματοθεραπευτές, ψυχοθεραπευτές κ.α.
Η ομάδα VLΛVES συμπράττει με την εικαστικό Ιωάννα Καζάκη, τους φωτογράφους Χριστίνα Ζαχοπούλου και Χάρη Ακριβιάδη και τον animator/creative technologist Παναγιώτη Τριανταφυλλίδη σε μια διερεύνηση από κοινού, με διαφορετικά όμως μέσα, τεχνικές και σημεία εκκίνησης, της έννοιας της διακινδύνευσης στην έκθεση Endangered II.
Η έννοια της διακινδύνευσης -και του κινδύνου εν γένει- στο πεδίο της τέχνης μοιάζει τόσο φυσικά αναπόσπαστη από αυτήν, ώστε να δικαιολογεί απόλυτα την τολμηρή γενίκευση του Edgar Wind πως «αν κάποιος εύχεται πάνω από όλα να ζει χωρίς προβλήματα, καλά θα κάνει να αποκλείσει την τέχνη από τη ζωή του.» (Τέχνη και Αναρχία).
Ο όρος «καλλιτέχνης» μοιάζει εκ γενετής να περικλείει τη συνείδηση για μια αναγνώριση και αποδοχή των εγγενών διακυβευμάτων της τέχνης, αλλά και την ευθύνη δημιουργίας έργων που θα προωθήσουν τις συνθήκες για την τροφοδότηση παλιών και νέων «περιοχών επικινδυνότητας» με στόχο την επανεξέταση και ανατροπή μη χρήσιμων αντιλήψεων για την σύγχρονη ανθρώπινη κατάσταση. Ξεκινώντας με βάση το δεδομένο ότι ακόμα και η πιο «προσωπική» έκφραση, όταν συνυπάρχει με την επίγνωση του καλλιτέχνη της μεταμορφωτικής δύναμης της πράξης του, αναδεικνύεται σε ιδεολογική τοποθέτηση, τίποτα δε μπορεί να θεωρηθεί ακούσιο ή χωρίς συνέπειες. Η επικινδυνότητα της τέχνης έγκειται στην δημιουργία εναλλακτικών κόσμων από αυτούς που προτάσσονται και υποστηρίζονται από το κατεστημένο, καθώς και στην αποκάλυψη ότι, ανάμεσα στους πολλούς πιθανούς κόσμους, η πραγματικότητα αυτού εδώ είναι και αυτή μια επινόηση, ένα εύρημα της φαντασίας, μια υπέρτατη μορφή έργου τέχνης.
Τα έργα της έκθεσης Endangered II υπενθυμίζουν οτι η έννοια του κινδύνου είναι, στο βαθμό που ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κρίνει και να αποφασίζει για τη ζωή του, συνισταμένη της υποκειμενικής εμπειρίας, αντίληψης και ιδιοσυγκρασίας του. Ίσως τελικά, μέσω της διακινδύνευσης, η ζωή και η τέχνη βρίσκουν τον πιο ουσιαστικό, κοινό τους τόπο αντί-δρασης.
Στο ενδοσκοπικό ζωγραφικό έργο της Φωτεινής Πούλια «land#1» (2017) αναγνωρίζεται η αναπαράσταση ενός «νεκρού», ολότελα όμως υπαρκτού, τόπου που παραλληλίζει το συναίσθημα κενού και τρόμου του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στον κίνδυνο της γης που «τρίζει». Στην ξέρα της γης κατοικεί το αίσθημα της εγκατάλειψης του ίδιου του τόπου και απομένει μόνο εκείνη η αναγκαία παύση του χρόνου που απαιτείται για την ψυχολογική επεξεργασία μιας επίπονης εμπειρίας, που είναι η αποδοχή της συνέχισης της ζωής κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες. Εικονογραφείται έτσι ένας βεβηλωμένος, ακατάλληλος για ζωή μη- τόπος που, ενώ δε δύναται πια να προσφέρει κάτι αφού έχει υποστεί την καταστροφή από τη βίαιη παρέμβαση του ανθρώπου, ωστόσο συνεχίζει να αποτελεί το «σπίτι» για αυτούς που εμμένουν να ελπίζουν, διακινδυνεύοντας την ίδια τους τη ζωή. Ως πηγή αληθειών σχετικών με την ανθρώπινη εμπειρία, η φύση επιβεβαιώνει εδώ ταυτόχρονα τη χειρότερη, αλλά και την πιο φωτεινή όψη της ηθικής του ανθρώπινου χαρακτήρα. Μόνη ελπίδα για αναστροφή και αναγέννηση της γης το μάτι που αγρυπνά ακούραστα πέρα από τον χώρο και χρόνο, όπως απεικονίζεται στο έργο μεικτής τεχνικής της Έφης Φουρίκη «Το μάτι ακούει» (2017). Η ίριδα, το «διάφραγμα» του ματιού δέχεται και ελέγχει το φως σαν τον φωτοφράκτη της φωτογραφικής μηχανής,[1] αφυπνίζοντας την ατομική οντότητα και τη συλλογική, παγκόσμια συνείδηση. Έτσι μεταμορφώνεται από την μικροσκοπική του εκδοχή στην υπερκόσμια, μεταφυσική του, με την πολύπλοκη δομή του να ομοιάζει αυτή που παρατηρείται σε άστρα πλανητικών νεφελωμάτων. Ο οφθαλμός ενός «παντεπόπτη Θεού» έχει χρησιμοποιηθεί από πολλές θρησκείες μέσα στους αιώνες για να συμβολίσει τη θεία πρόνοια, όμως στο έργο της Φουρίκη δεν σχετίζεται με μια θρησκευτική ερμηνεία. Εδώ το μάτι αποτελεί την είσοδο του φωτός στην ανθρώπινη συνείδηση, την υπενθύμιση της αναγκαιότητας μιας συνεχούς ετοιμότητας και επαγρύπνησης από τον ίδιο τον άνθρωπο, ώστε να προλαμβάνονται οι καταστροφικές συνέπειες μιας παράλογης συμπεριφοράς. Συνομιλώντας σε επίπεδο αισθητικό και εννοιολογικό, τα έργα των Πούλια και Φουρίκη πραγματεύονται την έννοια αυτής της πρωταρχικής, δημιουργικής δύναμης, την οποία βιώνει ο άνθρωπος μόνο όταν δρα ελεύθερα και με συνείδηση, μέσα στο φώς, που τον βοηθά να εξελίσσεται και να μεταμορφώνεται μαζί με τον κόσμο σε μια αέναη ύπαρξη, αυτό που ο Henry Bergson ονόμαζε élan vital.
Η διαδραστική βιντεοεγκατάσταση των Χριστίνα Ζαχοπούλου-Χάρη Ακριβιάδη με τίτλο Me or less – Mirrorless (2017) επιχειρεί τη διερεύνηση της ‘κατά μέτωπον’, πραγματικής και φιλοσοφικής, επαφής του θεατή με την ‘σπασμένη’ του εικόνα μέσα σε έναν καθρέφτη-οθόνη. Η ετυμολογία της λέξης ‘πρόσωπο’ (πρός+ὢψ, δηλαδή οφθαλμός) επισημαίνει τη φύση του ως αυτό που έχει στραμμένη την όψη του προς κάτι ή κάποιον, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη ύπαρξη ως αναφορά και σχέση.[2] Μέσα από αυτό που το πρόσωπο (εἶναι) αντικρύζει (ἔναντι) δημιουργείται ένα «γεγονός σχέσης, δηλαδή γνωστικής εμπειρίας της ετερότητας»[3] . Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το πρόσωπο μετέχει στο ηγεμονικό χάρισμα του ανθρώπου,[4] ενώ η ενασχόληση των αρχαίων φυσιογνωμιστών με τα χαρακτηριστικά του προσώπου στόχευε στην κατάκτηση της αλήθειας και της γνώσης. Η «αντιμετώπιση» του ατόμου της κατακερματισμένης εικόνας του προσώπου του αναπόφευκτα προκαλεί ερωτήματα υπαρξιακής φύσης και ενεργοποιεί μια επίπονη διαδικασία αυτογνωσίας. Ο καθρέφτης της βιντεοεγκατάστασης των Ζαχοπούλου-Ακριβιάδη δεν απαντά στην ερώτηση ποίος είναι ο πιο όμορφος στον κόσμο, αλλά ρωτά ποιός είναι ο πιο αληθινός, αυτός που στέκεται έναντι του ή αυτός που εμφανίζεται στην επιφάνεια του. Ποιός είναι πιο εύθραυστος μπροστά στην πραγματική ύπαρξη ενός εαυτού διαφορετικού από ό,τι τον φανταζόμαστε; Ο ρόλος του καθρέφτη είναι διττός: από τη μια αιχμαλωτίζει και μας φέρνει αντιμέτωπους με αλήθειες που αποφεύγουμε, από την άλλη «σπάει» σε δημόσια θέα το ‘εγώ’ μας, αυτό που έχουμε ‘χτίσει’, συνειδητά και ασυνείδητα, για να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή. Το έργο διερευνά την ψυχολογική διακινδύνευση που προκαλείται τη στιγμή της συνειδητοποίησης του Εαυτού, ως ταυτόχρονα ‘γνώριμου’/ίδιου και αγνώστου/διαφορετικού, ως δημιουργήματος του ατόμου και της κοινωνίας, γνήσια μοναδικού και επίπλαστου μαζί.
Στο σχέδιο του Χρύσανθου Σωτηρόπουλου με τίτλο The dreambox (2015) μια προκλητική μορφή αορίστου φύλου βάζει το κεφάλι της σ’ ένα κουτί με τρεις χώρους κατά το τριμερές της ανθρώπινης ψυχής (βούληση, νόηση, αίσθηση) και ονειρεύεται το ρίσκο που απαιτεί η αυτονόμηση της, κρατώντας στο χέρι ένα κλειδί που θα ξεκλειδώσει τα μυστικά του μίτου που οδηγεί στην επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου εγχειρήματος. Η βούληση -και η ελευθερία της επιλογής- προϋποθέτει την ύπαρξη της συνείδησης, ενώ ταυτόχρονα οι δυνατότητες της ρυθμίζονται και περιορίζονται σε κάποιο βαθμό από ψυχικές διεργασίες του πνεύματος και του ενστίκτου.[5] Η νόηση, η συλλογιστική ικανότητα της ψυχής, με την οποία τακτοποιεί, οργανώνει και αξιοποιεί τα νοήματα της, συνεργάζεται με την εμπειρία για να οδηγηθούμε στη γνώση. Η αίσθηση δε νοείται δίχως τα αισθητήρια όργανα και μέσω αυτής συγκροτείται άμεσα η εμπειρία, της οποίας η αξία είναι σημαντικότατη τόσο στο πεδίο της επιστήμης όσο και στην καθημερινή ζωή. Οι τρεις έννοιες συνδέονται μεταξύ τους με εξαιρετικά περίπλοκους συσχετισμούς, σε βιολογικό και σε ψυχικό επίπεδο. Η αυτονόμηση της ψυχής ταυτίζεται με την ολοκληρωτική ελευθερία, την αποδέσμευση του ατόμου από το ‘Εγώ’ του, πράξη υπέρτατης υπέρβασης. Μια τέτοια επίτευξη όμως συνεπάγεται την ηθική ευθύνη που αποκτά το άτομο να αφυπνίσει τη συνειδητότητα και να ενεργοποιήσει την κριτική ικανότητα του συνόλου. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο πραγματικά απελευθερωμένος άνθρωπος έχει την αποστολή να εισέλθει ξανά στην σκοτεινή σπηλιά της άγνοιας και να οδηγήσει τους δεσμώτες «προς τις άνω περιοχές και να τους αποσπάσει από το ‘αληθές’ τους, για να τους βάλει απέναντι στο ‘αληθέστατο’».[6] Η διακινδύνευση μιας τέτοιας πράξης εμπεριέχει ακόμα και το ενδεχόμενο του θανάτου, όπως συνέβη στο Σωκράτη.
Στη βιντεο-ηχητική εγκατάσταση με τίτλο Echo Champer (2017), οι καλλιτέχνες Σύνθια Γεροθανασίου, Ιωάννα Καζάκη, Στέλιος Ντεξής, Μυρτώ Βουνάτσου και ο καλεσμένος της ομάδας Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης μετατρέπουν ένα νοηματικά φορτισμένο υλικό, τα μπάζα, σε έναν αντιφατικό, αμφιλεγόμενο χώρο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, αλήθειας, απατηλότητας, ψευδαίσθησης και παραπλάνησης. Τα διαλυμένα ερείπια αποτελούν τα δομικά υλικά ενός πολυεπίπεδου γλυπτού, πάνω στο οποίο προβάλλεται αέναα η ανέμελη κίνηση μικρών προβάτων, ενώ ταυτόχρονα ακούγεται η μελωδία ενός παιδικού νανουρίσματος. Οι καλλιτέχνες αξιοποιούν τον συνδυασμό του παραδοσιακoύ συμβολισμού των στοιχείων του έργου τους με την εγγενή δυνατότητα της οπτικής και ηχητικής επαναληπτικότητας για «εγκοίμηση» και «ύπνωση» του θεατή. Στόχος τους είναι να σχολιάσουν την πρακτική των συστημάτων εξουσίας να θέτουν τους πολίτες σε μια «παθητική» λειτουργία, δηλαδή αποφυγής οποιασδήποτε έννοιας διακινδύνευσης. Ο μιντιακός όρος echo chamber αναφέρεται στην συνθήκη εκείνη όπου κατασκευασμένες και χειραγωγημένες από την εξουσία πληροφορίες αναπαράγονται, ομογενοποιούνται, γίνονται αποδεκτές χωρίς κριτικό φιλτράρισμα και τελικά καθιερώνονται ως ορθές και παγκόσμιες με τη βοήθεια της «βομβαρδιστικής» επανάληψης τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ουσιαστικά το έργο πραγματεύεται την αντιφατικότητα «του διακινδυνεύειν» στην πλέον ρεαλιστική, σύγχρονη του εκδοχή, την εποχή που η αλήθεια και η αναλήθεια εναλλάσσονται ανοιχτά και αδιακρίτως από την εξουσία ανάλογα με τους σκοπούς της. Η φαινομενικά ασφαλής ή επισφαλής καθημερινότητα είναι σε τεράστιο βαθμό προιόν της «επεξεργασίας» και του καθορισμού της συνείδησης των μαζών από τα συστήματα εξουσίας. Συνεπώς, η «διακινδύνευση» και η «μη διακινδύνευση» δεν ορίζονται από αντικειμενικά κριτήρια ή υγιείς συνειδήσεις, αλλά από το ποιός, πώς και γιατί έχει αναλάβει κάθε φορά το ρόλο του προστάτη της κοινωνίας. Η ιδέα ότι «η αναζήτηση της αλήθειας απαιτεί ρίσκο» δεν είναι φιλοσοφικής φύσης, αλλά θεμελιώδης αρχή της προστασίας των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Βασιλική Βαγενού
Ιστορικός Τέχνης
[1] «Και τώρα που άνοιξε και έκλεισε ο φωτοφράκτης σαν μάτι αδέκαστο και συνελήφθη ο χρόνος, ο ρεμβασμός αυξάνει την ζωή και δίδει στην κάθε εικόνα την κίνησι και την ευελιξία που φέρνει από τα βάθη μιας πηγής (της ιδικής του) ζεστό το πιο κρυφό της νόημα. Και ιδού που μεταλλάσσει πλήρως την εικόνα· από μια στατική στιγμή (ας πούμε καρφωμένη) την μετατρέπει σε πολυκύμαντον χορόν ωρών και πλαστικών σωμάτων ευρυθμίας, σε οντοποίησιν απτήν και ασπαίρουσαν παντός οράματος, πάσης επιθυμίας.»
Απόσπασμα από το πεζό ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Ο φωτοφράκτης, 1960
[2] Pierre Chantraine, Dictionnaire Étymologique de la Langue Greque, 1974, σελ. 942.
[3] Χρήστος Γιανναράς, Έξι φιλοσοφικές ζωγραφιές, 2011, σελ.65.
[4] Πλάτων, Τιμαίος, 45α, 19-22.
[5] Carl Gustav Jung, On the Nature of the Psyche, Routledge Classics, σελ. 110, (μετ.συγγραφέα)
[6] Martin Heidegger, Τί είναι φιλοσοφία, εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 113.
Facebook page: Βλάβη/Vlaves